- ἑξάπλεθρος
- ἑξά-πλεθρος, ον,A of six πλέθρα, six
πλέθρα
long,Hdt.
2.149.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλέθρα
long,Hdt.
2.149.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξάπλεθρος — ἑξάπλεθρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + πλέθρον] … Dictionary of Greek
ἑξάπλεθρον — ἑξάπλεθρος of six masc/fem acc sg ἑξάπλεθρος of six neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπλεθρος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων ή που βρίσκεται σε απόσταση ή σε έκταση τριών πλέθρων («ἥξετε ἐπὶ Ἶριν, τρίπλεθρον ὡσαύτως», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πλέθρον (πρβλ. ἑξάπλεθρος)] … Dictionary of Greek